- ορφάνε(υ)μα
- το превращение в сироту; сиротство
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ὀρφανέ — ὀρφανός orphan masc voc sg ὀρφανός orphan masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)